Dictionary of Greek. 2013.
σιχαμός — ο σιχασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αηδισμός — ἀηδισμός, ο (Α) [ἀηδίζω] αηδία, σιχαμός … Dictionary of Greek
συχαμός — ο, Ν βλ. σιχαμός … Dictionary of Greek